- αλάρδιστος
- -η, -οαυτός που δεν περιέχει λαρδί, χοιρινό λίπος: Το φαΐ δεν είναι νόστιμο, γιατί είναι αλάρδιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλάρδιστος — η, ο [λαρδί] (για φαγητά) αυτός που δεν περιέχει λαρδί, δηλ. χοιρινό λίπος … Dictionary of Greek
αλάρδωτος — η, ο [λαρδώνω] 1. ο αλάρδιστος 2. αυτός που δεν έφαγε καλά, ο νηστικός … Dictionary of Greek